- καταφανής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, ο ολωσδιόλου φανερός, ολοφάνερος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταφανής — clearly seen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανής — ές (Α καταφανής, ές) [καταφαίνω] 1. τελείως φανερός, κατάδηλος, σαφής, προφανής 2. πρόδηλος, ευδιάκριτος, ευνόητος αρχ. αυτός που φαίνεται καθαρά, που διακρίνεται καλά. επίρρ... καταφανώς (Α καταφανῶς) φανερά, ολοφάνερα … Dictionary of Greek
καταφανῆ — καταφανής clearly seen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταφανής clearly seen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καταφανής clearly seen masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανέστερον — καταφανής clearly seen adverbial comp καταφανής clearly seen masc acc comp sg καταφανής clearly seen neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανέα — καταφανής clearly seen neut nom/voc/acc pl (epic ionic) καταφανής clearly seen masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανές — καταφανής clearly seen masc/fem voc sg καταφανής clearly seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανέστατον — καταφανής clearly seen masc acc superl sg καταφανής clearly seen neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανεστάτην — καταφανής clearly seen fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανοῦς — καταφανής clearly seen masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανέας — καταφανής clearly seen masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)